γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
μπαλέτο — Ενιαία σκηνική παράσταση που αναπτύσσει πλήρως ένα συγκεκριμένο θέμα μέσω του χορού και της παντομίμας, με συνοδεία μουσικής και με τη βοήθεια σκηνικών και κουστουμιών. Είναι ένας τύπος θεάματος που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ευρώπη –και από… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
ιμαζιστές — (imagists). Ομάδα Άγγλων και Αμερικανών ποιητών που έγραψαν τα έργα τους από το 1909 έως το 1917 περίπου. Ανάμεσά τους ήταν ο Έζρα Πάουντ, η Άμι Λόουελ, ο Ρίτσαρντ Άλντινγκτον, ο Ντέιβιντ Χέρμπερτ Λόρενς, η Χίλντα Ντουλίτλ και ο Φρανκ Στιούαρτ… … Dictionary of Greek
Κάνσας — I (Kansas). Ομόσπονδη πολιτεία (213.063 τ. χλμ., 2.715.884 κάτ. το 2002) των κεντρικών ΗΠΑ. Συνορεύει με τις πολιτείες Νεμπράσκα στα B, Μισούρι στα A, Οκλαχόμα στα Ν και Κολοράντο στα A. Πρωτεύουσα είναι η Τοπίκα. Μορφολογικά, το Κ. αποτελείται… … Dictionary of Greek
Κιριμπάτι — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κιριμπάτι Έκταση: 811 τ. χλμ. Πληθυσμός: 96.335 (2002) Πρωτεύουσα: Ταράουα (26.600 κάτ. το 2002)Ταράουα (26.600 κάτ. το 2002)Η βρετανική αποικία των νησιών Γκίλμπερτ, όπως ονομαζόταν κατά την αποικιακή περίοδο,… … Dictionary of Greek
Λάιν Άιλαντς — (Line Islands = Νησιά της Γραμμής). Συστάδα νησιών (679 τ. χλμ.) της Πολυνησίας στον κεντρικό Ειρηνικό ωκεανό, με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ, μεταξύ 151° και 163° δυτικού μήκους. Διασχίζονται από τη γραμμή του ισημερινού, γι’ αυτό και ονομάστηκαν… … Dictionary of Greek
Μίσιγκαν — I (Michigan). Λιμναία λεκάνη (58.016 τ. χλμ., υψόμ. 176 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, μέγιστο βάθος 281 μ.) της Βόρειας Αμερικής, η μοναδική των Μεγάλων Λιμνών που ανήκει ολόκληρη στις ΗΠΑ. Εκτείνεται ανάμεσα στις ομόσπονδες πολιτείες… … Dictionary of Greek
Ουαλία — (αγγλ. Wales, ουαλλικά Cymru). Ιστορικογεωγραφική περιοχή της Μεγάλης Βρετανίας, που ανήκει πολιτικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, με τον τίτλο πριγκιπάτου. Βρέχεται από την Ιρλανδική θάλασσα στα Β (όπου βρίσκονται, πέρα από το στενό Μενάι, τα ουαλλικά… … Dictionary of Greek